τραυματίζω — pres subj act 1st sg τραυματίζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραυματίζω — τραυματίζω, τραυμάτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τραυματίζω — ΝΜΑ, και ιων. τ. τρωματίζω Α [τραῡμα, τραύματος] χτυπώ κάποιον ώστε να τού προκαλέσω τραύμα, πληγώνω, λαβώνω νεοελλ. μτφ. επιφέρω ψυχικό πλήγμα, στενοχωρώ ή ταπεινώνω κάποιον («η σκληρή συμπεριφορά του μπορεί να τραυματίσει την προσωπικότητα τού… … Dictionary of Greek
τετραυματισμένα — τραυματίζω perf part mp neut nom/voc/acc pl τετραυματισμένᾱ , τραυματίζω perf part mp fem nom/voc/acc dual τετραυματισμένᾱ , τραυματίζω perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραυματίζετε — τραυματίζω pres imperat act 2nd pl τραυματίζω pres ind act 2nd pl τραυματίζω imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραυματίζῃ — τραυματίζω pres subj mp 2nd sg τραυματίζω pres ind mp 2nd sg τραυματίζω pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραυματίσει — τραυματίζω aor subj act 3rd sg (epic) τραυματίζω fut ind mid 2nd sg τραυματίζω fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραυματίσουσι — τραυματίζω aor subj act 3rd pl (epic) τραυματίζω fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τραυματίζω fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραυματίσῃ — τραυματίζω aor subj mid 2nd sg τραυματίζω aor subj act 3rd sg τραυματίζω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτραυματίσθην — τραυματίζω plup ind mp 3rd dual τραυματίζω aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) τραυματίζω aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)